- ρεκλαματζής
- ο , ρεκλαματζίδισσα и ρεκλαματζού η см. ρεκλαμαδόρος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεκλαματζής — ο, θηλ. ρεκλαματζού, Ν ο ρεκλαμαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατά. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] … Dictionary of Greek
ρεκλαματζής — ο πληθ. ήδες, θηλ. ού και ρεκλαμαδόρος, ο θηλ. α αυτός που επιδείχνεται: Όλοι τον ήξεραν για μεγάλο ρεκλαμαδόρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδεικτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αρέσει να επιδείχνεται, ο ρεκλαματζής. 2. που γίνεται για επίδειξη: Επιδεικτική παρέλαση του εχθρού. 3. εντυπωσιακός, χτυπητός, φανταχτερός, φαντεζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)